- παραπλήρωμα
- το, -ατος1. συμπλήρωμα, γέμισμα.2. (μαθημ.), κάθε γωνία που προστίθεται σε άλλη και προκύπτει άθροισμα δύο ορθές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραπλήρωμα — expletive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλήρωμα — το, ΝΑ [παραπληρώ] συμπληρωματική προσθήκη, συμπλήρωμα νεοελλ. γωνία η οποία όταν προστεθεί σε άλλη αποτελεί μαζί της άθροισμα δύο ορθών γωνιών αρχ. 1. πλεόνασμα, παραγέμισμα («ὀνομάτων παραπλήρωμα» λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά … Dictionary of Greek
παραπληρωμάτων — παραπλήρωμα expletive neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώμασι — παραπλήρωμα expletive neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώμασιν — παραπλήρωμα expletive neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώματα — παραπλήρωμα expletive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώματι — παραπλήρωμα expletive neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώματος — παραπλήρωμα expletive neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρωματικός — ή, ό / παραπληρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραπλήρωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παραπλήρωμα, συμπληρωματικός νεοελλ. φρ. α) «παραπληρωματικές γωνίες» μαθημ. δύο επίπεδες γωνίες τών οποίων το άθροισμα είναι δύο ορθές, δηλ. 180 μοίρες β)… … Dictionary of Greek
SAGMA — Graecis ςάγμα et ςαγὴ, proprie est, quod iumentis onera baiulantibus imponitur, ut mollius et sine sua noxa vehant; distinctum a sella equorum vel aliorum animantium, quibus homo vehitur. Vegetius Rei veterin. l. 2. c. 59. Exceptis his, qui… … Hofmann J. Lexicon universale